- ζαχρειος
- ζαχρεῖοςζα-χρεῖος21) самый необходимый, т.е. немногочисленный
(ἔπη Aesch.)
2) весьма нуждающийсяζ. ὁδοῦ Theocr. — ищущий дороги
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔπη Aesch.)
ζ. ὁδοῦ Theocr. — ищущий дороги
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ζαχρείος — ζαχρεῑος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη («ζαχρεῑος ὁδοῡ» αυτός που ψάχνει να βρει τον δρόμο, Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + χρεία «ανάγκη»] … Dictionary of Greek
ζαχρεῖον — ζαχρεῖος very needy masc/fem acc sg ζαχρεῖος very needy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαχρεῖ' — ζαχρεῖα , ζαχρεῖος very needy neut nom/voc/acc pl ζαχρεῖε , ζαχρεῖος very needy masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαχρείων — ζαχρεί̱ων , ζαχρεῖος very needy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)